Casty – συνέντευξη

Ο πιο εμβληματικός χαρακτήρας του Walt Disney, ο διάσημος ποντικός Μίκυ Μάους, γεννήθηκε το 1928. Σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, το 1967, γεννήθηκε ο Andrea Castellan.

Στο μεταξύ, δύο από τους πιο ταλαντούχους καλλιτέχνες του είδους, από τις δύο αντιπέρα όχθες του Ατλαντικού, είχαν εμφυσήσει στον ήρωα, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, έναν αέρα ανανέωσης: από τη μία ο Floyd Gottfredson στην Αμερική, ο οποίος έθεσε τις βάσεις για τον Μίκυ Μάους όπως τον ξέρουμε σήμερα, πλάθοντας το μεγαλύτερο μέρος του Μίκυ Σίτυ και των κατοίκων του, δημιουργώντας πολυάριθμους φίλους και αντιπάλους του ήρωα που σήμερα έχουν καθιερωθεί – και από την άλλη ο Romano Scarpa, ο Ιταλός Μαέστρος που εισήγαγε στη χώρα του τον Μίκυ του μυστηρίου, των αστυνομικών θρίλερ και των εμπνευσμένων σεναρίων, δίνοντας στον ήρωα μία ξεχωριστή αίγλη και αποτελώντας σημείο αναφοράς για όλες τις επόμενες γενιές δημιουργών μέχρι σήμερα.


Ο Casty ποζάρει με το σχέδιο της Κλάρα Λοφτ που αφιέρωσε στον υποφαινόμενο, στο Cartoomics 2019 στο Μιλάνο.

Αυτές τις ιστορίες διάβαζε ο Casty, όπως είναι γνωστός σήμερα, και άφηνε τη φαντασία του να καλπάζει. Ο καταφερτζής ποντικός με το αστυνομικό δαιμόνιο, στις κλασικές πλέον ιστορίες των μεγάλων δημιουργών, έπλασε το καλλιτεχνικό περίβλημα του Casty και έδινε τροφή στη δική του φαντασία να φτιάχνει ιστορίες με τους αγαπημένους του ήρωες, όταν ακόμα πήγαινε στο σχολείο.

Αν και η σχέση του με τους ήρωες του Disney χρονολογείται από τη δεκαετία του ’70, η επαγγελματική του σχέση με το επιτελείο του Topolino, ιστορικού περιοδικού Disney κόμικς στη γείτονα χώρα, έφτασε στην ανατολή της νέας χιλιετίας. Αρχικά σα σεναριογράφος και αργότερα σε ρόλο σχεδιαστή, χάρη σε εκείνον το πνεύμα των κλασικών δημιουργών επανήλθε στο Topolino σε μία εποχή που σίγουρα το είχε ανάγκη.

Πολύ γρήγορα κατέκτησε τις καρδιές των αναγνωστών, οι οποίοι τον κατατάσσουν πλέον στην κορυφή των ντισνεϋκών δημιουργών, ιδιαίτερα για τις ιστορίες του με τον Μίκυ. Αστυνομικό δράμα, ένταση και αγωνία, μία επιστροφή στις ρίζες που επανέφερε στον ήρωα κάτι που για κάποιους είχε χαθεί εδώ και καιρό. Δεν είναι τυχαίο που οι ιστορίες του θεωρούνται ήδη κλασικές, λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία τους, ενώ οι χαρακτήρες που δημιουργεί γίνονται αυτομάτως κομμάτι του σύμπαντος του Μίκυ Σίτυ.

Αν και ένα πρόβλημα με το πόδι του τον εμποδίζει να επισκεφτεί τη χώρα μας για το επόμενο διάστημα, είχα την τιμή και τη χαρά να συναντήσω αυτόν τον μεγάλο πλην προσιτό καλλιτέχνη κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Cartoomics 2019 στο Μιλάνο, όπου και είχαμε την ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε μία μεγάλη και σίγουρα ενδιαφέρουσα συζήτηση.

Ο λόγος στον ίδιο…

JohnnyMZ: Ο Κάστυ και τα κόμικς: πώς ξεκίνησε αυτή η σχέση;

Casty: Από μικρό μου άρεσε να σχεδιάζω. Έφτιαχνα ιστορίες κόμικς μέσα σε σχολικά τετράδια, τις οποίες – προφανώς – έγραφα ο ίδιος. Εκείνο τον καιρό έκανα ιστορίες ως επί το πλείστον με τα παπιά. Ήταν πολύ πιο εύκολο να τα σχεδιάσω, αλλά και να σκαρφιστώ ιστορίες με αυτούς τους χαρακτήρες. Ο Μίκυ Μάους συνήθως πρωταγωνιστεί σε ιστορίες μυστηρίου, αστυνομικού δράματος, ήμουν πολύ μικρός για κάτι τέτοιο – μιλάμε για μια ηλικία περί τα 10 έτη. Μου αρέσαν πολύ οι ιστορίες με το Θείο Σκρουτζ που κυνηγά θησαυρούς ή με τον Φέθρυ που προκαλεί μπελάδες…

Για να μην πολυλογώ, τα κόμικς ήταν ένα πάθος που μου έμεινε για μια ζωή. Μεγαλώνοντας, άρχισα να παθιάζομαι και με άλλα είδη κόμικς, από τα πιο ρεαλιστικά μέχρι τα ιαπωνικά (και ιδιαίτερα αυτά με τα ρομπότ). Στο μεταξύ έκανα διαφορετικές δουλειές, για παράδειγμα υπήρξα για αρκετό καιρό γραφίστας. Και ταυτόχρονα, έστελνα διαρκώς σε εκδότες τις δουλειές μου, με την ελπίδα να δουλέψω πάνω στο αγαπημένο μου αντικείμενο. Είχα πατήσει ήδη τα 25. Μέχρι και στον εκδότη του Dylan Dog έστειλα. Κάποια στιγμή μου απάντησε ο εκδότης του Cattivik και του Lupo Alberto, προτείνοντάς μου να συνεργαστούμε στη συγγραφή ιστοριών. Τότε συνειδητοποίησα πως η χιουμοριστική μου φλέβα υπερείχε της ρεαλιστικής, καθώς ανακάλυψα πως μου άρεσε να προκαλώ το γέλιο. Εργάστηκα αρχικά σα σεναριογράφος, μετά πέρασα και στο σχέδιο, και με τους 2 ήρωες, και φτάνουμε στα 30 μου χρόνια, όταν συνεχίζω να εργάζομαι και σαν γραφίστας γιατί δεν αρκούν τα κόμικς για να συντηρηθείς.

Σε αυτό το σημείο, έχοντας πατήσει τα 30, λέω «τι κάνω στη ζωή μου; Θα συνεχίσω έτσι; Δε λέω, διασκεδάζω, αλλά δεν μπορώ να εξασφαλίσω ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο κλπ.» – άσε που σιγά σιγά έχανα το νεανικό μου χιούμορ. Αρχικά, ήθελα να γράφω ιστορίες πιο ώριμες, πιο περίπλοκες. Και τότε σκέφτηκα το Μίκυ: «γαμώτο, από μικρό μου άρεσε!» και στρώθηκα να φτιάχνω ιστορίες με τον ήρωα. Τις παρουσίασα στην Disney, κάποιες τις πήραν, κάποιες όχι – μιλάμε για τις αρχές του 2000 – κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια…

JMZ: Συγκρινόμενος με άλλους συνεργάτες της γενιάς σου, άργησες λίγο να μπεις στο καλλιτεχνικό δυναμικό του Topolino.

C: Όχι λίγο, πολύ! Ήμουν ήδη 35, δεν είχα περάσει από την κλασική εκπαίδευση που έκαναν οι περισσότεροι στα 20 τους, στην Academia Disney – δούλευα με τον Cattivik και για να καταφέρω να σχεδιάσω την πρώτη μου ιστορία με τον Μίκυ, χρειάστηκα 2 χρόνια εκπαίδευσης στο σπίτι. Και όταν έκανα τις πρώτες μου προτάσεις, μη νομίζεις ότι αρέσανε και πολύ στην αρχή. Το σχεδιαστικό μου ύφος ήταν πολύ διαφορετικό. Με τα χρόνια θα έλεγα το ραφινάρισα, σε σημείο να γίνω αποδεκτός.

JMZ: Έχω την εντύπωση πως οι περισσότεροι αναγνώστες, αλλά και οι περισσότεροι δημιουργοί, προτιμάνε τις ιστορίες με τα παπιά, παρά αυτές με τα ποντίκια. Για σένα, όμως, είναι το αντίθετο. Η ερώτηση είναι διπλή: Αρχικά, τι σε ελκύει περισσότερο στον Μίκυ Μάους · έπειτα, δεδομένου ότι πριν λίγους μήνες ο ήρωας έκλεισε τα 90 του χρόνια, ποια θεωρείς πως είναι αυτή η ιδιαίτερη ποιότητα που τον καθιστά τόσο διαχρονικό; Τι περιθώρια έχει για το μέλλον;

C: Ποντίκια και πάπιες, μία συζήτηση τετριμμένη πλέον, με την έννοια ότι οι πάπιες αρέσουν πολύ περισσότερο στους αναγνώστες γιατί είναι πολύ περισσότεροι χαρακτήρες και πολύ συμπαθητικοί εκ φύσεως. Η παρέα των παπιών χαρακτηρίζεται από διαρκείς συγκρούσεις: ο Ντόναλντ με τα ανιψάκια, ο Ντόναλντ με το Θείο Σκρουτζ, ο Ντόναλντ με το Φέθρυ, ο Ντόναλντ με τον Γκαστόνε… Αρκεί να βάλεις δύο μαζί και έχεις ήδη μια διασκεδαστική ιστορία. Γι’ αυτό είναι σχετικά εύκολο να βγάλεις γέλιο με τα παπιά.

Η Ρίτσα Πεσκανδρίτσα στην πρώτη της εμφάνιση την Ελλάδα, σε σχέδιο του Giorgio Cavazzano.

Με τον Μίκυ είναι μια διαφορετική συζήτηση. Ο Μίκυ είναι φίλος του Γκούφυ, είναι φίλος του Ο’ Χάρα, είναι φίλος με όλους εκτός από το Μαύρο Πητ, με τον οποίο κατά καιρούς, πάλι, συμμαχούν. Οπότε είναι δύσκολο να δημιουργήσεις μια ενδιαφέρουσα ιστορία, από τη στιγμή που όλοι συμφωνούνε μεταξύ τους. Άρα, και οι αναγνώστες διασκεδάζουν περισσότερο, αλλά και οι δημιουργοί το βρίσκουν πιο εύκολο να γράψουν ιστορίες όταν διαλέγουν τις πάπιες. Αν θες να φτιάξεις μια καλή ιστορία με τον Μίκυ, χρειάζεσαι πλοκή, μυστήριο, μια αστυνομική υπόθεση, είναι πιο περίπλοκο.

Όσον αφορά τη διαχρονικότητα του Μίκυ Μάους, ελπίζω ότι θα γεννηθούν περισσότεροι δημιουργοί στους οποίους αρέσει ο χαρακτήρας, και άρα θα γράφουν καλές ιστορίες με αυτόν, κάνοντάς τον συμπαθή. Εγώ δεν μπορώ να γράψω μια ιστορία με έναν Μίκυ που δε συμπεριφέρεται σωστά, νομίζω είναι εκτός χαρακτήρα. Προτιμώ να εκμεταλλεύομαι το γεγονός ότι είναι όλοι φίλοι, τοποθετώντας ένα στοιχείο αναστάτωσης, έναν «κακό», συνήθως, ο οποίος μπορεί να είναι κάποιος κλασικός, όπως ο Μαύρος Πητ, αλλά μπορεί να είναι και κάποιος καινούργιος: ο Μόρτιμερ, ο Διπλοχαβαλές… Έτσι αναστατώνεται αυτό το ειδυλλιακό τοπίο. Στο μέλλον οι ιστορίες του Μίκυ πρέπει να επικεντρώνονται, είτε τοποθετούνται στο Μίκυ Σίτυ είτε σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, στις διενέξεις του Μίκυ και των φίλων του με διάφορους κακούς.

JMZ: Γενικότερα, οι ιστορίες σου θυμίζουν το ύφος των ιστοριών του Floyd Gottfredson και του Romano Scarpa – πρόκειται λογικά για τις σημαντικότερες επιρροές σου…

Ο Ατομίνο Μπιπ-Μπιπ και ο Γάντζος σε μία ιστορία του Romano Scarpa.

C: Όταν ήμουν μικρός, οι πάπιες ήδη πρωταγωνιστούσαν στις περισσότερες ιστορίες του Topolino, ενώ οι ιστορίες με τον Μίκυ δεν ήταν ιδιαίτερα καλές. Μιλάμε για τη δεκαετία του ’70. Ανακάλυψα όμως ότι οι παλιές του ιστορίες, όπως αυτές των Scarpa και Gottfredson, ήταν ιστορίες όπου μπορούσες να βρεις έναν Μίκυ συμπαθητικό, που περιτρυγιριζόταν μάλιστα από ήρωες που πλέον είχαν εξαφανιστεί, όπως ο Ήτα Βήτα, ο Ατομίνο Μπιπ-Μπιπ, ακόμα και ο Γάντζος. Διάβασα αρκετές ιστορίες εκείνης της περιόδου και είδα πώς αλληλεπιδρούσαν οι χαρακτήρες, και σκέφτηκα πόσο ωραίο θα ήταν να κάνεις μια ιστορία, για παράδειγμα, με τον Μίκυ και τον Ήτα Βήτα – ο οποίος είναι λίγο παλαβός και ο Μίκυ συχνά ξαφνιάζεται από τη συμπεριφορά του. Είναι σημαντικό να αλλάζεις συχνά πυκνά τον πάρτνερ του Μίκυ, αν είναι μόνο ο Μίκυ και ο Γκούφυ καταντάει λίγο βαρετό.

JMZ: Η επιλογή σου, άρα, να προσεγγίσεις το ύφος αυτών των δύο, ήταν μια φυσική εξέλιξη ή απλά μια ρεαλιστική επιλογή δεδομένου πως θεωρείς ότι εκεί βρίσκονται τα συστατικά για μια καλή ιστορία με τον Μίκυ Μάους;


Ο Δάντης Ρίμας σχεδιασμένος από τον Floyd Gottfredson.

C: Σίγουρα οι χειρισμοί τους με βρίσκουν σύμφωνο. Εγώ σαν παιδί διάβαζα βιβλία περιπέτειας και επιστημονικής φαντασίας: Ιούλιο Βερν, Εμιλιάνο Σάλγκαρι, Ισαάκ Ασίμωφ. Γι’ αυτό είχα μια ιδιαίτερη αγάπη για τις εξωτικές ιστορίες ή αυτές με μπόλικη επιστημονική φαντασία. Τέτοιες ιστορίες ήθελα να γράφω. Όταν λοιπόν συνειδητοποίησα ότι ο Μίκυ μπορεί να ζήσει τέτοιου είδους ιστορίες – πάνω από τα σύννεφα, κάτω από τη θάλασσα – αναρωτιόμουν «μα γιατί συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο πράγμα;». Γίνεται μια ληστεία, ο Επιθεωρητής Ο’ Χάρα καλεί τον Μίκυ και στο τέλος αυτός λύνει την υπόθεση – όχι, φτάνει αυτό. Ήταν επιλογή μου να φτιάξω τέτοιου είδους ιστορίες, επαναφέροντας κάποιους παλιούς ήρωες όπως ο Δάντης Ρίμας (The Rhyming Man), αλλά δημιουργώντας και καινούργιους, όπως ο Διπλοχαβαλές, η Κλάρα Λοφτ, η Ρίτσα Πεσκανδρίτσα… Βρέθηκα λοιπόν σε αρμονία με τον τρόπο που φτιάχνονταν οι ιστορίες του Μίκυ Μάους στο παρελθόν, καθώς και με αυτό που μου άρεσε να διαβάζω εγώ.


Ο Δάντης Ρίμας του Casty.

JMZ:Ένα χαρακτηριστικό των μεγάλων δημιουργών είναι η ικανότητα να φτιάχνουν νέους χαρακτήρες, οι οποίοι να γίνονται κομμάτι του σύμπαντος και να μην εξαφανίζονται μετά από μία ιστορία – κάτι που με τα χρόνια και την παγίωση συγκεκριμένων χαρακτήρων καθίσταται όλο και πιο δύσκολο. Από εσένα έχουμε από τη μία τον κωμικό Διπλοχαβαλέ, και από την άλλη τη δυναμική αρχαιολόγο Κλάρα Λοφτ, ή την κατάσκοπο Ούμα, την «ξανθιά απειλή». Ήταν επιδίωξή σου να δημιουργήσεις νέους, σταθερά εμφανιζόμενους στις ιστορίες σου (ή και άλλων δημιουργών πλέον) χαρακτήρων, ή προέκυψαν για τις ανάγκες της εκάστοτε ιστορίας και έκτοτε πήραν το δρόμο τους;

Τα στάδια εξέλιξης του Διπλοχαβαλέ, του πιο κωμικού αντιπάλου του Μίκυ Μάους.

C: Θα έλεγα το δεύτερο. Ας επιστρέψουμε όμως λίγο στη συζήτηση των φίλων του Μίκυ. Πρέπει κι εκείνοι να κεντρίζουν το ενδιαφέρον, γι’ αυτό συχνά γεννιέται η ανάγκη να εφευρεθούν νέοι συμπρωταγωνιστέςμε ιδιαίτερα, ανύπαρκτα ως τότε χαρακτηριστικά. Η Κλάρα Λοφτ, στην οποία θέλω να σταθώ για ευνόητους λόγους, αρχικά δημιουργήθηκε για την ιστορία Topolino e la spedizione perduta (Κλάρα Λοφτ), με την εικόνα μιας δυναμικής κοπέλας με αλογοουρά, η οποία θύμιζε την περίφημη Λάρα Κροφτ. Εν τω μεταξύ, όταν επινόησα το όνομα, σκέφτηκα να της δώσω ένα αρκετά διεθνές όνομα, προκειμένου να μην υποστεί αλλαγές στις μεταφράσεις. Eurasia Tost. Η λέξη Eurasia (Ευρασία) είναι διεθνής, όπως και η λέξη Tost (τοστ), το κλασικό σάντουιτς σε όλον τον κόσμο. Βέβαια στα ιταλικά υπήρχε το λογοπαίγνιο πως το Tost μπορεί να σήμαινε και «δυνατή» (tosto), αλλά αυτό δεν επηρέαζε τους μεταφραστές σε τίποτα. Ο χρόνος που αφιέρωσα σε αυτήν την ονομασία, όμως, πήγε στράφι, αφού το αλλάξανε σε όλες τις χώρες! Ακόμα και στην Αμερική, αφήσαν το Eurasia αλλά κάνανε το επίθετο… Toft!

Η αρχική μου έμπνευση, λοιπόν, αφορούσε μόνο αυτήν την ιστορία, άρεσε όμως πολύ στη σύνταξη, κι έτσι μου ζήτησαν να την επαναφέρω. Έτσι έκανα ακόμα μία περιπέτεια, οι ήρωες ξανασυναντήθηκαν, τελείωσε και αυτή. Έλα που κι αυτή άρεσε! Έπρεπε λοιπόν να κάνω κι άλλη. Πάντα όμως υπάρχει ένα κοινό υπόβαθρο πίσω από αυτές τις ιστορίες, οι οποίες συνήθως είναι εξωτικές περιπέτειες με στοιχεία αρχαιολογικών αναζητήσεων. Δε θα δείτε ποτέ, ας πούμε, την Κλάρα Λοφτ εναντίον του Διπλοχαβαλέ, πολύ απλά γιατί πρόκειται για διαφορετικό είδος ιστοριών, και με βάση το είδος δημιουργούνται οι νέοι χαρακτήρες. Σπάνια όμως φτιάχνονται με την ιδέα ότι θα επιστρέψουν.

Προσχέδιο της τελευταίας ιστορίας του Casty, Topolino e il Mistero d’ Acquadombra.

Στην τελευταία ιστορία που έφτιαξα, Topolino e il mistero d’ acquadombra, δημιούργησα έναν κακό, ο οποίος εμφανίζεται σαν μάγος με την ικανότητα να ελέγχει όλα τα υγρά. Όμως στο τέλος ανακαλύπτουμε ότι τελικά αυτή του η ικανότητα είναι αποτέλεσμα τεχνολογικών μέσων, με τη χρήση ηχητικών κυμάτων. Είμαι αρκετά ικανοποιημένος από την έκβαση της ιστορίας, και πιστεύω ότι αυτός ο αντίπαλος θα επιστρέψει. Μπορεί να καταλήγει στη φυλακή, όμως υπάρχουν ακόμα τόσα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει, που θα διευκόλυνε τη συγγραφή νέων ιστοριών, οι οποίες θα συνάρπαζαν τους αναγνώστες. Θα δούμε αν θα αρέσει, όμως.

JMZ: Το γεγονός ότι υπάρχουν χαρακτήρες που επανεμφανίζονται στις ιστορίες σου, όμως, σημαίνει αυτομάτως πως μπαίνεις σε μία λογική continuity. Όμως, σε γενικές γραμμές, αυτή η έννοια λίγο σχετική στα Disney κόμικς – αν εξαιρέσουμε την «αντίθετη με τις καθιερωμένες ντισνεϋκές παραδόσεις» πορεία του Don Rosa. Ποια είναι η θέση σου στο ζήτημα;

C: Όχι λίγο, πολύ σχετική. Ο Don Rosa με τις πάπιες μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, εγώ θα μιλήσω για τον Μίκυ – και το λέω αυτό γιατί πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό, μιλάμε για 90 χρόνια πορείας. Αναρωτιέται κανείς, πώς γίνεται ένας ήρωας που γεννήθηκε το ’28 να μην έχει κλείσει ακόμα τα 30; Ήδη από αυτό το στοιχείο, καταλαβαίνει κανείς ότι είναι δύσκολο να μιλήσουμε για continuity. Τι μπορούμε όμως να κάνουμε; Δημιουργούμε ιστορίες, θεματικές, αφηγηματικά πλαίσια, πες τα όπως θες, στα οποία υπάρχει ένα εσωτερικό continuity. Για παράδειγμα, το Darkenblot έχει ένα εντελώς ξεχωριστό continuity, οι ιστορίες με την Κλάρα Λοφτ ένα δικό τους, ο Διπλοχαβαλές το δικό του… Το σημαντικό είναι να μην τα μπλέξεις. Αν κάνεις το λάθος, για παράδειγμα, να μπλέξεις την Κλάρα Λοφτ με τον Ζαποτέκ, τότε οι δυνατότητες νέων ιστοριών με την χαριτωμένη ηρωίδα θα τελειώσουν με την εξής φράση: «Μπες στη Μηχανή του Χρόνου και πάμε να βρούμε την Ατλαντίδα».

Νομίζω πως αυτού του είδους οι διεργασίες είναι που μας επιτρέπουν να παραβλέπουμε την πολύ μεγάλη ηλικία του ήρωα. Στην ιστορία «Όλα αυτά θα συμβούν χθες» (Tutto questo accadrà ieri) ο Μίκυ γυρνά στο παρελθόν και βρίσκει τον νέο εαυτό του, όμως στο μεταξύ έχουν περάσει 80 χρόνια! Καταλαβαίνεις ότι με τη λογική αυτό δε βγάζει νόημα, όμως οι αναγνώστες το παραβλέπουν και «παίζουν», όπως κι εμείς, με αυτό το στοιχείο.



JMZ: Η Κλάρα Λοφτ δε θα μπορούσε να συναντήσει τον Ζαποτέκ, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον όμως ένα crossover με τον εξίσου περιπετειώδη αρχαιολόγο Ινδιάνα Γκούφυ.

C: Δεν πρόλαβα να το κάνω, γιατί το έχουν κάνει ήδη! Ο Gabriele Panini με τον Luciano Gatto έφτιαξαν μια ιστορία το 2012, όπου οι δύο αρχαιολόγοι λύνουν μαζί έναν γρίφο. Η ηρωίδα, μάλιστα, έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και από Γάλλους δημιουργούς, όπου συμπρωταγωνιστούν η Κλάρα Λοφτ, ο Μίκυ, η Μίννι και… ο Ήτα Βήτα (γέλια). Αν έπρεπε να προσέχω, όμως, τι κάνουν οι υπόλοιποι, δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Για παράδειγμα, ο Μίκυ Μάους έχει ήδη βρει την Ατλαντίδα σε μία ιστορία του Pezzin. Αν το continuity, για το οποίο συζητούσαμε νωρίτερα, ήταν αυστηρό, αυτό θα ήταν εμπόδιο στις δικές μου ιστορίες. Για να απαντήσω, όμως, στην ερώτησή σου, δε θα μου άρεσε να βάλω ποτέ αυτούς τους δύο χαρακτήρες στην ίδια ιστορία.

JMZ: Πιστεύοντας ότι αρκετοί Έλληνες αναγνώστες ταυτίζονται μαζί μου, όταν διάβασα το 2008 στα ελληνικά την ιστορία της Κλάρας Λοφτ ΟΚολοσσός της Ρόδου (Topolino e il Colosso di Rodi) ενθουσιάστηκα, όπως κάθε φορά που συναντάω αναφορές σε ιστορίες που βασίζονται στην αρχαιοελληνική ιστορία.

C: Η ελληνική ιστορία αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης για τέτοιου είδους ιστορίες. Από μικρός ήμουν ενθουσιασμένος με την ιστορία του μυστηρίου της Χαμένης Ατλαντίδας. Απ’ ό,τι φαίνεται, το πιο μυστηριώδες πράγμα που λέγεται από τον Πλάτωνα ήταν πως οι Έλληνες πολέμησαν με τους Ατλάντιους, σε ένα παρελθόν πολύ πιο μακρινό, πριν η Ελλάδα γίνει χερσόνησος, όταν το επίπεδο της θάλασσας ήταν πολύ πιο χαμηλό, κι αυτό μου έδωσε το ερέθισμα για την ιστορία Il Raggio Di Atlantide. Εκεί δείχνω έναν μετεωρίτη πάγου να σκάει και να ανεβάζει το επίπεδο της θάλασσας.

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα είναι ένα θεμελιακό σημείο αναφοράς στις ιστορίες αναζήτησης της Χαμένης Ατλαντίδας, αφού πολλοί πιστεύουν ότι μπορεί να είναι κάπου εκεί. Εξίσου ενδιαφέρουσες ιστορίες παρέχει και η χρήση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, και όλα αυτά τα πράγματα που «καλούν» την Κλάρα σε αυτά τα μέρη. Βέβαια, την επόμενη ιστορία σκέφτομαι να την τοποθετήσω στην Αμερική, αφού και ο Ατλαντικός Ωκεανός κάπως πήρε το όνομά του… Η γενική ιδέα πάντως είναι οι έρευνες να γίνονται σε όλον τον κόσμο, αφού υπάρχουν τόσες διαφορετικές υποθέσεις για το πού μπορεί να είναι, από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό, μέχρι και στη μέση του Αμαζονίου. Οι αναφορές είναι τόσο πολλές, συνεπώς συχνά χρειάζεται να τις κατατέμνω και να τις μοντάρω κατά το δοκούν. Όταν ερευνούσα, για παράδειγμα, για την ιστορία Il Raggio di Atlantide, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο σχετικά με ένα, τύπου, Stonehedge στο Μαρόκο! Ταίριαζε τέλεια με την ιστορία. Το υλικό είναι ατελείωτο. Θα δούμε πώς θα συνεχίσει.

JMZ: Από την κουβέντα μας επαληθεύω κάτι που είναι φανερό και από τις ιστορίες σου: υπάρχει μεγάλη έρευνα πίσω από αυτές.

C: Πράγματι, πρέπει να γίνει αυτό, προκειμένου οι διάφορες ιδέες που μου έρχονται να φαίνονται αληθοφανείς, να τεκμηριώνονται κάπως. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιώ την ιστορία Il Raggio di Atlantide σαν παράδειγμα, δείχνω σε μια σκηνή το «δεύτερο φεγγάρι» να πέφτει στη Γη: πρόκειται για τη μεταφορά μιας θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η Γη είχε μία δεύτερη Σελήνη, η οποία κάποτε έπεσε. Παίρνεις μια σειρά από πληροφορίες, τις ανακατεύεις, βγάζεις μερικές που έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους και κρατάς αυτές που σε βολεύουν. Το αποτέλεσμα είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι πραγματική, αλλά σε κάθε περίπτωση παραμένει σαγηνευτική.

JMZ: Εκτός από το σεναριακό κομμάτι, ακόμα και στο σχέδιο είναι εμφανείς οι επιρροές από τις κλασικές γραμμές του Scarpa και του Gottfredson…

C: Μου αρέσει πολύ ο κλασικός Μίκυ. Τον βλέπω πάντα σαν ένα χαρακτήρα που διατηρεί πάντα μία συγκεκριμένη εικαστική νηφαλιότητα. Δεν έχει εκφραστικές εκρήξεις, όπως για παράδειγμα ο Ντόναλντ ή ο Θείος Σκρουτζ, με το ημίψηλο να πετάγεται όταν νευριάζει ή σοκάρεται. Θα έλεγα πως είναι σαν τον Harrison Ford: δε θα δεις ποτέ τον Harrison Ford να κάνει σαν τον Jim Carrey…

JMZ: …άρα να υποθέσω πως δε σου αρέσουν οι ιστορίες της Ziche με τον Μίκυ…; (γέλια)

C: Όχι όχι, η Ziche είναι μία ξεχωριστή περίπτωση, έχει ένα εντελώς προσωπικό στυλ και τρομερές ικανότητες. Πεθαίνω στα γέλια όταν βλέπω τις γκριμάτσες που κάνει, με τα γουρλωτά μάτια και ούτω καθεξής. Εντάσσονται όμως όλα αυτά σε έναν συγκεκριμένο, δικό της τύπο ιστοριών. Δε θα τη δεις ποτέ να αποπειράται σοβαρές, ρεαλιστικές προσεγγίσεις σε είδη όπως η επιστημονική φαντασία. Διατηρεί αυτό το χιουμοριστικό στυλ ιστοριών και το σχέδιο υπηρετεί αρμονικά αυτόν τον σκοπό.

Εγώ, λοιπόν, ήθελα να σχεδιάζω έναν Μίκυ πιο… καθολικό. Αυτόν που μπορεί να πρωταγωνιστεί τόσο στις πιο απλές, κωμικές ιστορίες μέσα στο Μίκυ Σίτυ, όσο και στις σοβαρές ή ακόμα και δραματικές ιστορίες. Στην ιστορία Il Raggio di Atlantide, το πρώτο μέρος της ιστορίας τελειώνει σε ένα σημείο όπου κανείς δε θα μπορούσε να γελάσει, αφού κυριαρχεί το δράμα. Η Γη έχει παγώσει, η κοπέλα ανακαλύπτει πως το αγόρι της είναι ο «κακός»… Δεν μπορώ να φανταστώ την Ziche να κάνει κάτι τέτοιο. Επέλεξα το πιο κλασικό στυλ, αυτό των παλαιών «δασκάλων», και προχωρώ σε αυτόν το δρόμο.

JMZ: Όπως προείπαμε, αρέσκεσαι στο να χρησιμοποιείς παλιούς ήρωες που δε χρησιμοποιούνται πλέον, όπως ο Ατομίνο Μπιπ-Μπιπ, του οποίου πρόσφατα γιορτάσαμε τα 60 χρόνια. Με αφορμή την πιο πρόσφατη ιστορία σου Atomino, Topolino e l’elemento qualsivoglia, αναρωτιέμαι τι το ιδιαίτερο έχει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας για να τον επαναφέρεις τόσο δυναμικά στο προσκήνιο, που δεν μπορείς να βρεις σε άλλους ήρωες, όπως ο Ήτα Βήτα, στον οποίο λέγεται ότι εν πολλοίς βασίστηκε ο Ατομίνο – εκτός από το φόρο τιμής που ενδεχομένως αποτίουν αυτές οι ιστορίες.


«Οι Πηγές των Μογγόλων» είναι η πρώτη ιστορία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μίκυ Μάους, το μακρινό 1966, με πρωταγωνιστή τον Μίκυ Μάους και τον Ατομίνο Μπιπ-Μπιπ. Σήμερα είναι πιο εύκολο να βρεθεί στη συλλογή των απάντων του Romano Scarpa.

C: Ο Ατομίνο Μπιπ-Μπιπ «γεννήθηκε» το 1959 από τον Romano Scarpa και είναι ένας υπέροχος χαρακτήρας. Μπορείς να δημιουργήσεις ένα σορό καταστάσεις, χάρη στις ικανότητες που έχει. Το πρόβλημα είναι ότι είναι πρακτικά άτρωτος. Μπορεί να αντιμετωπίσει τα πάντα – ενώ ο Ήτα Βήτα όχι. Ο Ήτα Βήτα μπορεί να κάνει και άλλα πράγματα, δεν είναι αναγκαίο να τον τοποθετήσεις σε καταστάσεις που αβαντάρουν την προσωπικότητά του. Είναι διασκεδαστικός και από μόνος του, είναι πασπαρτού, βγάζει πάντα τα κατάλληλα πράγματα από την τσέπη του. Από την άλλη, ο Ατομίνο έχει ανάγκη από μια καλή περιπέτεια για να «ζήσει». Η τελευταία που κυκλοφόρησε με αφορμή τα γενέθλιά του είναι αρκετά απλή – πέφτει ένας μετεωρίτης στη Γη και δημιουργείται ένα μυστήριο που πρέπει να επιλυθεί. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας χαρακτήρας που πάντα θεωρούσα πολύ ωραίο και στεναχωριόμουν να τον βλέπω να ξεχνιέται. Κάθε τόσο, κάθε χρόνο, κάθε δύο χρόνια, ε, μια ιστορία με τον Ατομίνο μπορούμε να την κάνουμε.

Κι αυτό γιατί, μεταξύ άλλων, αλλάζουν έτσι οι δυναμικές των ηρώων, δηλαδή όταν ο Μίκυ πάει κάπου με τον Ατομίνο, είναι σα να πηγαίνει κάπου με το γιο του. Ικανότατος, αλλά παιδί. Όταν κυκλοφορεί με τον Ήτα Βήτα, είναι σα να κυκλοφορεί με έναν πολύ εκκεντρικό, αλλόκοτο φίλο του. Το ίδιο και με τον Γκούφυ, αλλά ο τελευταίος δεν έχει ειδικές δυνάμεις. Ο καθένας έχει τα χαρακτηριστικά του, τα οποία μπορούν να ποικίλουν ανά ιστορία. Σε αυτήν που αναφέραμε, δεν ήταν απαραίτητο να βάλω τον Ατομίνο. Θα μπορούσα να έχω κάνει την ίδια ιστορία και να βάλω τον Γκούφυ. Θα λειτουργούσε το ίδιο, αλλά θα είχε ένα πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα. Όταν κάνω το casting για τις ιστορίες μου, σκέφτομαι: αν βάλω τον Ήτα Βήτα, η ιστορία θα πάρει αυτήν την κατεύθυνση. Αν βάλω τον Ατομίνο, θα πάρει την άλλη. Και αποφασίζω.

JMZ: Είναι γεγονός πως εδώ και χρόνια υπάρχει μια κρίση στον Τύπο, μία κρίση η οποία κάθε χρόνο βαθαίνει, αντί να ανατρέπεται. Πρόκειται για μια κακουχία που αφορά, σαφώς, τους εκδότες, αλλά την ίδια στιγμή επηρεάζει και επηρεάζεται από τους συγγραφείς και, εν προκειμένω, τους δημιουργούς κόμικς. Πώς βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται και ποια μέτρα πιστεύεις πρέπει να παρθούν για να αποφευχθεί η εξαφάνιση ιστορικών εντύπων όπως το Topolino;

C: Πρόκειται για μία συζήτηση πολύ πιο σύνθετη από αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι. Θα πρέπει να ανατρέξουμε στις απαρχές της δημιουργίας αυτής της Τέχνης. Ας πούμε σχηματικά ότι εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν τα βιβλία και η κλασική μουσική. Και μετά ήρθαν τα κόμικς και η μουσική… ποπ. Άλλα μέσα της εποχής σταδιακά εξαφανίστηκαν – φυσικά όχι εντελώς, πλέον όμως θεωρούνται απαρχαιωμένα. Σήμερα η καινοτομία είναι τα iPad, τα iPhone, η ψηφιακή εποχή… Γι’ αυτό θεωρώ δεδομένο πως τα κόμικς, δε θα πω σε ένα χρόνο, δε θα πω σε 10, αλλά σύντομα θα εξαφανιστούν. Θα βρούμε άλλους τρόπους να διηγούμαστε ιστορίες. Σήμερα ίσως να φαντάζει αδιανόητο, αλλά ας πούμε, σε πενήντα χρόνια από τώρα μπορεί να είναι δυνατόν να δημιουργείς κατευθείαν κινούμενα σχέδια με τους κλασικούς χαρακτήρες σε αυτά τα μέσα, να παίζεις με τις ιστορίες, να τις γυρνάς με την αφή, να τις επεξεργάζεσαι, και άλλα ακόμα που δεν μπορούμε να φανταστούμε σήμερα.

Το σίγουρο είναι ότι τα κόμικς, με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα, θα πεθάνουν. Αυτό που δε θα πεθάνει και που θα υπάρχει πάντα, είναι η επιθυμία να αφηγούμαστε ιστορίες. Γι’ αυτόν το λόγο οι νεότεροι δημιουργοί πρέπει να αφουγκράζονται τις εξελίξεις και να επιστρατεύσουν τη δημιουργικότητά τους σε μία πιο καινοτόμα κατεύθυνση.

JMZ: Δεν παίζουν ρόλο σε αυτό και οι ιστορίες; Εσύ, σα νέος καλλιτέχνης του Topolino, έφερες έναν άνεμο ανανέωσης στο περιοδικό, αφού οι ιστορίες σου, ακόμα και οι πιο πρόσφατες, μετά από ένα ή δύο χρόνια θεωρούνταν ήδη «κλασικές», κάτι που ως τότε ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των «ιερών τεράτων» του χώρου, Massimo De Vita και Giorgio Cavazzano. Μήπως πριν στραφούμε στα νέα μέσα, πρέπει να δώσουμε έμφαση στις ιστορίες; Όταν έκανες αυτήν την ορμητική είσοδο πίστευες πως έλειπε κάτι από την παραγωγή των ιστοριών με τους ήρωες του Disney, το οποίο ήθελες να φέρεις εσύ;

C: Αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να εισάγω τους ίδιους καλλιτεχνικούς «διαλόγους» που εισήγαγε ο Scarpa στην εποχή του. Ο Romano Scarpa ήταν φανατικός του κινηματογράφου και των κινουμένων σχεδίων, κι έτσι έβλεπε μέσα από αυτά τι ήταν «πιασάρικο» εκείνη την εποχή. Για παράδειγμα ιστορίες για την ατομική ενέργεια, αστυνομικά έργα όπως ο «Χαμένος Ορίζων» ή η παρωδία του «Βαρυποινίτη του Αλκατράζ» με τίτλο «Ο Δραπέτης του Αλκαράζ!». Έβλεπε τον κινηματογράφο της εποχής του, των δεκαετιών του ’50 και του ’60, και προσπαθούσε να μεταφέρει την ατμόσφαιρά τους στα κόμικς του.

Σήμερα, θα ήταν κουτό να κάνει κάποιος τον Βαρυποινίτη του Αλκατράζ, 60 χρόνια μετά. Πρέπει να παρακολουθείς το σινεμά του σήμερα.Και η καινοτομία του σημερινού σινεμά δεν είναι τόσο στις θεματικές του, αν εξαιρέσουμε κάποια νέα είδη όπως τα υπερηρωικά, αλλά στις αφηγηματικές τεχνικές. Ανατροπές, σασπένς, ψυχολογικές διεισδύσεις, αλλά και έργα σημεία-σταθμοί για το είδος της επιστημονικής φαντασίας, όπως τα X-Files και το Lost. Στόχος μου είναι να μεταφέρω αυτήν την ατμόσφαιρα σε ένα ντισνεϋκό περιβάλλον, προσθέτοντας παράλληλα λίγη θεαματικότητα – όλοι μας γουστάρουμε τα φαντασμαγορικά ειδικά εφέ.

Μέσα σε όλα αυτά, δεν πρέπει να κατευθύνεσαι από την επικαιρότητα αλλά να επενδύεις και σε μάγευαν όταν ήσουν μικρός. Εμένα πάντα μου άρεσαν τα περίεργα μηχανήματα και τα ρομπότ, κάτι που είναι εμφανές σε ιστορίες όπως Ο Κόσμος του Μέλλοντος ή Η Αυτοκρατορία των Πάγων. Ουσιαστικά εισάγω μία κινηματογραφική τομή στα κόμικς, κυρίως στον τρόπο αφήγησης, ο οποίος πρέπει να είναι πολύ γρήγορος. Αν η ιστορία δε ρέει, τότε ο αναγνώστης χάνεται. Αυτός είναι και ο λόγος που αποφεύγω τις μακρόσυρτες αφηγήσεις στις λεζάντες, αλλά εναλλάσσω τη χρήση τους με καταιγιστικές στιγμές δράσης. Ιστορίες 30 σελίδων βουτηγμένες σε βαρετούς διαλόγους και επεξηγηματικά κουτάκια είναι πολύ βαριές για ένα περιοδικό σαν το Topolino και απωθούν τους αναγνώστες.


Το σχέδιο του Casty για τα 70 χρόνια του περιοδικού Topolino.

JMZ: Και σήμερα, τι θα έλεγες ότι λείπει από το Topolino;

C: Περισσότερες ιστορίες με τον Μίκυ Μάους!(γέλια) Το λέω σοβαρά! Τα παπιά τα πάνε μια χαρά. Ο Μίκυ όμως, ο καημένος, έχει μία ιστορία στις πέντε, σε ένα περιοδικό που φέρει το όνομά του! Μερικούς από τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό, τους εξηγήσαμε νωρίτερα. Αν καταφέρουμε να βρούμε περισσότερους δημιουργούς που να μοιράζονται το ίδιο πάθος για τον ήρωα, τότε ο ήρωας θα κέρδιζε πολλά, όσον αφορά τη δημοτικότητά του. Αλλά και το περιοδικό θα κέρδιζε, αφού αν παράγει καλές ιστορίες, τότε αυτές μπορούν μελλοντικά να πωληθούν και αλλού. Και οι ευπώλητες συνήθως δεν είναι οι χαριτωμένες ιστορίες των 25 σελίδων, ούτε φυσικά οι ανούσιες ιστορίες που αφιερώνονται σε ιταλικά celebrities και άρα έχουν περιορισμένο ενδιαφέρον στη μεγάλη αγορά, αλλά οι μεγάλες ιστορίες που μπορούν μετά να κυκλοφορήσουν και αυτόνομα σε ξεχωριστές εκδόσεις. Δε λέω ότι δε συμβαίνει, αλλά συμβαίνει πολύ λιγότερο από αυτό που θα περίμενα.

JMZ: Στις ιστορίες σου, οι οποίες έχουν έντονο το στοιχείο του αστυνομικού μυστηρίου, φλερτάρεις πολύ με το αίσθημα του κινδύνου και της απειλής. Αυτό έχει συχνά σαν αποτέλεσμα να έρχεσαι αντιμέτωπος με προβλήματα λογοκρισίας από τη σύνταξη, δεδομένου πως μιλάμε για ιστορίες με τους χαρακτήρες της Disney;

C: Η αλήθεια είναι πως τα κεντρικά βάζουν πολλά… παλούκια στο δρόμο μας. Και η λύση δεν είναι να πηδήξεις από πάνω τους, όπως σοφά λέει η παροιμία, αλλά να ελιχθείς ανάμεσά τους. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζω σαν δημιουργός, ότι πρέπει διαρκώς να έχω υπόψη μου πως υπάρχουν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες πράγματα που δεν μπορώ να κάνω. Και μπορεί να ακουστώ γραφικός, αλλά με τα παπιά, αυτά τα παλούκια είναι παρατεταμένα ευθεία και ακίνητα, ενώ με τα ποντίκια είναι κινούμενα και διάσπαρτα. Αυτό ίσως να αποθαρρύνει κάποιους. Η λύση που ακολουθώ και προτείνω εγώ, είναι να αφιερώσει κανείς λίγο χρόνο για να υιοθετήσει το πνεύμα του Disney. Και αν θες να κάνεις δράμα, είναι γεγονός πως δεν μπορεί να ξεκινάει με μια γυναίκα να οδύρεται πως σκότωσαν το γιο της. Πριν ξεκινήσεις τη δημιουργία της ιστορίας, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου σχεδόν κρυστάλλινη την τελική μορφή της. Κι έτσι η αναμέτρηση με τα καλλιτεχνικά εμπόδια γίνεται πολύ νωρίς – αν είσαι καλός στο σλάλομ, το πιο πιθανό είναι να γυρίσεις ξέγνοιαστος σπίτι, αφού παραδόσεις μια ιστορία στη σύνταξη, χωρίς την ανάγκη για έξτρα τροποποιήσεις.

JMZ: Σε μία συνέντευξη με τον Lorenzo Pastrovicchio, μιλώντας για το Darkenblot, του οποίου είσαι συνδημιουργός, είπε πως επρόκειτο για «μία προσπάθεια να κάνουμε ένα upgrade στον ήρωα του Μαύρου Φαντάσματος». Θα ήθελα να ακούσω τη δικιά σου εκδοχή.

C: Ο Lorenzo, εκτός από ικανότατος σχεδιαστής, είναι ένα άτομο με τρομερή δημιουργικότητα. Δεν ξέρει να γράφει συντεταγμένες ιστορίες, όμως του έρχονται στο μυαλό διάφορες σκηνές, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι ωραίες αν ενταχθούν όμορφα κάτω από την ομπρέλα μίας καλοστημένης ιστορίας. Όταν μου έδειξε αυτό το αναβαθμισμένο Μαύρο Φάντασμα, του είπα: «Μου μοιάζει λίγο με το PK σαν ατμόσφαιρα, δεν είναι το στυλ μου, όμως αν δεχθείς να πάρω τις ιδέες σου και να τις χτίσω γύρω από ένα αστυνομικό θρίλερ, με έναν Μίκυ που δε θα είναι, ξέρω ‘γω, σαν τον Bruce Willis, αλλά ο κλασικός συμπαθητικός και στοργικός Μίκυ, κάτι μπορούμε να κάνουμε». Κι έτσι περάσαμε μερικές μέρες περιτριγυρισμένοι από μπύρες, συζητώντας ώρες ατελείωτες, για το πώς μπορούμε να κάνουμε αυτό έτσι και το άλλο αλλιώς, εκείνος να μου δείχνει σχέδιά του και να πετάει ιδέες, κι έτσι γεννήθηκε το Darkenblot. Οι στοίβες με τις ιδέες όμως ήταν μεγάλες, στην αρχή ήταν μία, μετά έγιναν δύο και εν τέλει τρεις. Ε και κάπου εκεί είπαμε να σταματήσουμε, αφού από ένα σημείο και μετά ίσως καταντούσε κουραστικό – μια τριλογία είναι αρκετή. Αφήσαμε βέβαια χώρο για ένα ενδεχόμενο νούμερο #4, γιατί μας άρεσε πολύ.

Και απ’ ό,τι φάνηκε, άρεσε και στους αναγνώστες. Άπαξ και είχε ήδη κλείσει η τριλογία, η σύνταξη μας ζήτησε να κάνουμε κάτι ακόμα στα πλαίσια της σειράς, επειδή το ζητούσε ο κόσμος. Όμως είχαμε συμφωνήσει πως θα κλείναμε στο 3.0, γι’ αυτό είπαμε να κάνουμε ένα… δυόμιση, το 2.1. Γενικά το πράγμα λειτουργεί κάπως έτσι. Εσύ έχεις την όρεξη, τη δημιουργικότητα, αλλά από εκεί και πέρα όλες οι αποφάσεις για το ποιες σειρές θα συνεχίσουν και ποιες θα σταματήσουν είναι της σύνταξης.

JMZ: Παρόλο που υπάρχουν οι κλασικοί αντίπαλοι του Μίκυ, όπως ο Μαύρος Πητ και το Μαύρο Φάντασμα, εφευρίσκεις διαρκώς νέους. Πιστεύεις ότι οι συγκεκριμένοι έχουν χάσει το «σμάλτο» του κακού, με την έννοια της σοβαρής απειλής, γι’ αυτό και καταφεύγεις σε αυτήν τη λύση;

C: Αυτό είναι πράγματι ένα πρόβλημα. Όταν γράφεις πολλές ιστορίες – και μιλάμε για 90 χρόνια ιστορίες – στο τέλος μπουχτίζεις λίγο με τα ίδια «α, να, πάλι ο Μάυρος Πητ!». Στην αρχή υπάρχει το μυστήριο, αλλά στην πορεία αρχίζει να γίνεται λίγο επαναλαμβανόμενο, οπότε τι κάνεις; Αρχίζεις να γελοιοποιείς τους χαρακτήρες, με την έννοια ότι είναι πλέον δεδομένο ότι ο Μαύρος Πητ θα χάσει, οπότε, τουλάχιστον, ας βγάλουμε λίγο γέλιο. Αλλά μετά από λίγο, τι άλλο να κάνεις; Να σταματήσεις να τους χρησιμοποιείς;

Η προσωπική μου επιλογή ήταν να προωθήσω μια επιστροφή στις ρίζες. Όλα είναι ένας κύκλος. Ακόμα και μέσα στο ίδιο το mini-series του Darkenblot, πιάσαμε τους εαυτούς μας να εντάσσουμε στοιχεία παρωδίας προς το τέλος – το κάναμε εμείς, πριν το κάνουν άλλοι. Επόμενο είναι, λοιπόν, όταν αντιλαμβάνεσαι πως κάποιοι ήρωες φτάνουν σε ένα τέλμα, να εφεύρεις καινούργιους. Σίγουρα δεν απαγορεύεται. Όπως ανέφερα προηγουμένως, έφτιαξα τον Ombra στην καινούργια μου ιστορία, κι αν μου αρέσει θα τον επαναφέρω.

Αν θες να επαναφέρεις τον παλιό Μαύρο Πητ, όμως, υπάρχουν τρόποι. Προσπάθησα να αισθητοποιήσω τις διαφορές στην ιστορία «Όλα αυτά που θα συμβούν χθες», όπου ο Μαύρος Πητ είναι πραγματικά, γνήσια, κακός. Το πλάνο του για να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Αλλά διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά αγαρμποσύνης, γι’ αυτό, από μια μικρή χαζομάρα όλα πέφτουν στο κενό. Μου αρέσει αυτή η απεικόνιση του Μαύρου Πητ, ενός γνήσιου κακού με χαρακτηριστικά αγαρμποσύνης. Από την άλλη, το Μαύρο Φάντασμα είναι κακός μέχρι το κόκαλο, αποπνέοντας παράλληλα περισσότερο κύρος και αίσθηση απειλής. Δεν κάνει συχνά λάθη. Δε θα τον δεις ποτέ να γλιστράει σε μπανανόφλουδες.

JMZ: Είναι σαφές πως δε σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα το υπερηρωικό στυλ στα Disney κόμικς. Σίγουρα, δε γράφεις για πάπιες, οπότε δε θα έγραφες ποτέ κάτι για το PK. Θα σου φαινόταν ενδιαφέρον, όμως, μία πιο σοβαρή προσέγγιση στον ήρωα του Σούπερ Γκούφυ;

C: Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το PK. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό πρότζεκτ που δημιουργήθηκε πριν περίπου 20 χρόνια, από συγκεκριμένα άτομα: Sisti, Artibani, Faraci. Αυτοί έχουν τον πρώτο λόγο. Το φτιάξαν καλά. Εγώ, σε αυτό το σύμπαν, δε χωράω, δεν το γνωρίζω, μπορεί να είχα μια καλή ιδέα, αλλά παραπέρα δε θα μπορούσα να τη χτίσω. Δεν ξέρω καν όλους τους χαρακτήρες, δεν ξέρω την πορεία της ιστορίας. Ο Artibani ξέρει τα πάντα, έχει στο κεφάλι του πολύ καθαρά ό,τι συμβαίνει εκεί μέσα. Όπως εγώ με τον «κλασικό Μίκυ». Όπως, λοιπόν, ο Artibani δε θα άγγιζε, ή θα άγγιζε σπάνια, κάποια πράγματα που εγώ κάνω με ευκολία, έτσι κι εγώ δε θα έμπαινα σε «ξένα χωράφια». Και αυτό λειτουργεί θετικά, γιατί ο καθένας βγάζει τον καλύτερο εαυτό του σε αυτό που κάνει. Μια ιστορία μου με τον PK δε θα ήταν καλή.

Με το Σούπερ Γκούφυ θα λειτουργούσα καλύτερα, αλλά γιατί αφήνουμε τον Μίκυ στην απέξω; Δε νομίζεις πως το Darkenblot ήταν μια μικρή απόπειρα για ένα «PK» με τον Μίκυ; Από την άλλη, όπως έχεις καταλάβει είμαι ταγμένος στην κλασική μορφή των ηρώων, συνεπώς δε θα με ενθουσίαζε η ιδέα να δω τον Μίκυ σουπερήρωα. Θα συνεχίσω να κάνω αυτό που θεωρώ πως κάνω καλύτερα, και αισθάνομαι ότι υπάρχει ακόμα πολύ υλικό πριν καταφύγω σε τέτοιες δημιουργικές λύσεις.

JMZ: Τι να περιμένουμε από σένα το επόμενο διάστημα;

C: Αναφερθήκαμε ήδη στην περιπέτεια που δημοσιεύεται αυτήν την εβδομάδα στο Topolino, σε δύο μέρη. Η επόμενη ιστορία που έχω ετοιμάσει ονομάζεται Topolino e il castello sulla luna, ένα αστυνομικό μυστήριο επιστημονικής φαντασίας, στο ύφος του Alien- χωρίς όμως εξωγήινες μορφές να εκτινάσσονται μέσα από τα στομάχια των ηρώων. Τοποθετείται σε μία διαστημική βάση στη Σελήνη, η οποία είναι μυστηριωδώς μισοκατεστραμμένη, η οποία προκαλεί πολλά ερωτηματικά αφού εδώ και 40 χρόνια δεν έχει ξαναπάει ο άνθρωπος στο φεγγάρι.

Αν και αρχικά υπάρχει ένα στοιχείο παρωδίας, με τις περίεργες διαστημικές στολές και τον οπλισμό να θυμίζει το δίκαννο του Τζιμ του Τρομερού, στην πορεία γίνεται δραματικό, αλλά θα έλεγε κανείς και ρομαντικό, παραμυθένιο. Πολύ γλυκιά ιστορία με ένα συγκινητικό φινάλε, πιο… soft. Για αργότερα, ετοιμάζω κι άλλες ιστορίες, μια μεγαλύτερη με τον Ατομίνο, την επιστροφή της Κλάρας Λοφτ, του Διπλοχαβαλέ και γιατί όχι, και της Ρίτσας Πεσκανδρίτσας.

Σχολιάστε